ἐπιοῦσαν

ἐπιοῦσαν
ἔπειμι 1
sum
pres part act fem acc sg (doric)
ἐπϊοῦσαν , ἔπειμι 1
sum
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
ἔπειμι 2
ibo
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • επιούσα — η (Α ἐπιούσα) (θηλ. τής μτχ. επιών τού έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη τού ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῡσαν πολιορκεῑν», Πολ. β. «έφθασε την επιούσα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”